Ινδονήσιος

Ινδονήσιος
ο
θηλ. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδονησία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σουκάρνο, Αχμέντ — Ινδονήσιος πολιτικός (Σουραμπάγια, Ιάβα 1901 Τζακάρτα 1970). Το όνομά του είναι στενότατα συνδεμένο με την πρόσφατη ιστορία της Ινδονησίας, που της πρόσφερε την ανεξαρτησία και τη Δημοκρατία. Υπήρξε πρόεδρος του Εθνικού Ινδονησιακού κόμματος το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”